- ἐπικαταθύσας
- ἐπικαταθύ̱σᾱς , ἐπί , κατά-θύω 2rageaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)ἐπικαταθύ̱σᾱς , ἐπί-καταθύωsacrificeaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.